Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

ΠΩΛΗΣΗ ΣΠΑΝΙΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΣΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ





Με αφορμή τα άθλια σχόλια του αντιπροέδρου της Ελληνικής κυβερνήσεως Θ Πάγκαλου στην Αγγλία περί αγραμματοσύνης των αγωνιστών του 1821, θα ήθελα να παρουσιάσω ένα περιστατικό που δείχνει τον ανέντιμο τρόπο εκμετάλλευσης αθώων και φτωχών μοναχών των Μετεώρων από τον λόρδο Ρόμπερτ Κάρζον (Robert Curzon), προκειμένου ο άγγλος ευπατρίδης να αποσπάσει πολύτιμα βιβλία από τους μοναχούς που τον δέχτηκαν με εγκαρδιότητα, τον φιλοξένησαν, τον εμπιστεύτηκαν και του παρουσίασαν τα πολύτιμα κειμήλια των μοναστηριών τους. Ο Άγγλος λόρδος πήγε στα φτωχά μοναστήρια που προσπαθούσαν να επιβιώσουν κάτω από τον τουρκικό ζυγό και ήθελε να βρει συνθήκες οργανωμένων βιβλιοθηκών.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Ο Robert Curzon


Ο στόχος του ευπατρίδη ήταν η κλοπή (διότι περί κλοπής πρόκειται άσχετα αν έδινε κάποια χρήματα). Φυσικά οι άνθρωποι ήταν αγράμματοι αλλά από τα γραφόμενα του ίδιου του λόρδου φαίνεται η προσπάθεια να διατηρήσουν την κληρονομιά των πατέρων τους.


Ο άνθρωπος αυτός τελικά κατάφερε να συγκεντρώσει 127 χειρόγραφα που σήμερα φυλάσσονται στο βρετανικό Μουσείο.


Ο λόρδος Κάρζον έκανε την επίσκεψη αυτή το 1934 και παρουσίασε στο βιβλίο του «Visits to the Monasteries in the Levant» που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1849.

 




ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΗΣ ΑΣΧΕΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΛΑΤΡΕΙΑ



Ο λόρδος Robert Curzon αφού κάνει μια περιγραφή του τοπίου της περιοχής των Μετεώρων αρχίζει να κάνει πικρόχολες κρίσεις τόσο για τους Έλληνες όσο και για τα λατρευτικά σύμβολα της Ορθόδοξης πίστης, την οποία φυσικά και δεν καταλάβαινε, λέει λοιπόν ο προτεστάντης λόρδος «περιηγητής»:



ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΗΣΗ



«…στην ελληνική Εκκλησία η αγιότητα η αγιότητα βρίσκεται σε αντίστροφη αναλογία με την ομορφιά. Όλοι οι Έλληνες άγιοι είναι φρικτά άσχημοι,…», σε μια τραπεζαρία της μονής Βαρλαάμ βλέπει αγιογραφίες και γράφει: «Οι τοίχοι …είναι ζωγραφισμένοι με μορφές από τέτοιους λιπόσαρκους, υποσιτισμένους αγίους, που φαίνονται τελείως ακατάλληλοι για διακόσμηση μιας τραπεζαρίας…» την αγιογράφηση την αντιλαμβανόταν σαν ζωγραφική και δεν μπορούσε να καταλάβει τον σκοπό της αγιογράφησης την οποία νομίζει σαν διακόσμηση τραπεζαρίας (!) Στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας χλεύασε ότι «προσκύνησε τις αυστηρές εικόνες των γενειοφόρων αγίων στους τοίχους του ναού…» και στη μονή του Μεγάλου Μετέωρου γράφει «….είχε τοιχογραφίες με ζωντανά χρώματα και με πιο διδακτικές παραστάσεις των βασανιστηρίων και των μαρτυρίων των μικρών άσχημων αγίων, οι οποίοι ήταν πολύ τριχωτοί και τόσο όμοιοι με τους ίδιους τους γηραλαίους καλόγερους….. ώστε έμοιαζαν σαν να ήταν οι ίδιοι στις τοιχογραφίες…».

 


 





ΓΙΑ ΜΟΝΑΧΟΥΣ



«… οι ερημίτες είναι ακόμα πιο άσχημοι, βρόμικοι…. έτρωγαν ρίζες και ζούσαν σε τρύπες σαν τους αρουραίους και τα ποντίκια. Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς με ποιο σκεπτικό μπορούσαν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι, ζώντας μ αυτό τον άχρηστο τρόπο, θα άγιαζαν. Έφθειραν τους βράχους με τα γόνατά τους σε προσευχή, οι γκρεμοί αντηχούσαν με τα βογγητά τους , μερικές φορές χτυπούσαν τα στήθη τους με μια μεγάλη πέτρα και μερικοί φορούσαν αλυσίδες και σιδερένιες ζώνες γύρω από τα λιπόσαρκα κορμιά τους….» αλλού γράφει «…οι Έλληνες καλόγεροι έχουν μια μοναδική αγάπη για την ασχήμια και για καθετί τρομερό και φοβερό. Ποτέ δεν είδα κάπου την εικόνα ενός εμφανίσιμου Έλληνα αγίου….».

Ο άνθρωπος αυτός που σκέπτεται με αυτό τον τρόπο δεν κρύβει τον θαυμασμό του:

«….υπάρχει κάτι το μεγαλειώδες στη δύναμη και τη σταθερότητα της πίστης τους. Άφησαν τα σπίτια τους , τα πλούτη τους και τις απολαύσεις αυτού του κόσμου, για να γεράσουν σ αυτές τις φωλιές και τις σπηλιές της γης, να υποστούν το κρύο και την πείνα , τον πόνο και τον θάνατο, για να τιμήσουν ίσως τον Θεό τους με τον τρόπο τους και πιστεύοντας ότι απονεκρώνοντας το σώμα σ αυτόν τον κόσμο, θα κέρδιζαν ευτυχία για την ψυχή στον κόσμο που θα ακολουθούσε και επομένως αιώνια μνήμη…». Σε άλλο σημείο αναφέρει για την μονή Βαρλαάμ «Σε λίγο διάστημα (από την άφιξή του) ένιωσα σαν το σπίτι μου….», στο ίδιο μοναστήρι έβαλε τους υπηρέτες του να του φτιάξουν φαγητό και κάλεσε τον ηγούμενο εκεί ομολογεί χωρίς απ ότι φαίνεται να κατανοεί γιατί «…δεν μπορούσε να φάει καθόλου κρέας κι έτσι έφαγα το περισσότερο μόνος μου…» αυτό το διαπίστωσε και στο Μεγάλο Μετέωρο «…δεν υπήρχε καθόλου κρέας στο συμπόσιο μας ….» η τράπεζα που του παρασχέθηκε, ο λόρδος την είδε σαν συμπόσιο (!) και παρακάτω χλεύασε τις περιποιήσεις που του έκαναν με τον εξής τρόπο « …ήταν πολύ γευστικό και σύντομα βουτήξαμε τα δάκτυλά μας μέσα στα λαχταριστά πιάτα, αφού τα μαχαίρια και τα πιρούνια θεωρούνται άχρηστα και περιττά. Όταν το δεξί μου χέρι γέμισε λάδια, κάτι πράγματι συνέβαινε συχνά, αν ήθελα να πιώ, ένας καλόγερος κρατούσε στα χείλη μου μια ασημένια κούπα και μια πετσέτα κάτω από το σαγόνι μου, όπως ταΐζουν τα μωρά….» .

 





Ακόμα και την νοικοκυροσύνη του φτωχού λαού που άσπριζε με ασβέστη την παρουσιάζει έτσι:
«Ευτυχώς για την ελληνική Εκκλησία, τα ιερά τους κτίρια δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία λαϊκών – μπακάληδων στις πόλεις και αγροτών στα χωριά – που το θεωρούν καθήκον τους ν ασβεστώνουν οτιδήποτε είναι παλιό, σεβάσμιο και αξιοπερίεργο….».


ΑΡΝΗΣΗ ΠΩΛΗΣΗΣ ΒΙΒΛΙΩΝ



Στη μονή Βαρλαάμ οι αγαθοί μοναχοί του έδειξαν την πλούσια βιβλιοθήκη τους, ο κατεργάρης ευπατρίδης μέτρησε τον αριθμό των βιβλίων με το μάτι του και εντόπισε τα καλύτερα κομμάτια, μερικά τα περιέγραψε, εκεί όμως που έμεινε το μάτι του ήταν ένα χειρόγραφο αντίγραφο Ευαγγελίων με διάφορες μινιατούρες και εικονογραφήσεις του 11ου αιώνα και κάποιο άλλο βιβλίο, ζήτησε λοιπόν να του τα «πουλήσουν» όμως «αρνήθηκαν να το αποχωριστούν και έτσι παρέμεινε για κάποιον άλλον, πιο τυχερό συλλέκτη» και σχολιάζει με κακία «Δεν ήταν καθόλου χρήσιμο στους ίδιους τους καλόγερους, οι οποίοι δεν μπορούν να διαβάσουν ούτε (νέα) ελληνικά ούτε αρχαία ελληνικά», συμπληρώνει για να δικαιολογήσει την αποτυχία του «όμως θεωρούν τα βιβλία της βιβλιοθήκης τους ιερά κειμήλια και τα διατηρούν μ ένα συναίσθημα δέους για την αρχαιότητα και το ακατάληπτο τους». Και συμπληρώνει με κάποιο σεβασμό «…Ο άξιος γέροντας , επομένως, τοποθέτησε τα δύο βιβλία πίσω στην σκονισμένη γωνιά απ όπου τα είχε πάρει…» και συμπληρώνει με κακία «… όπου βέβαια θα παραμείνουν ανενόχλητα, έως ότου κάποιος άλλος βιβλιοφάγος ταξιδιώτης επισκεφτεί το μοναστήρι, κι όσο πιο γρήγορα έρθει τόσο το καλύτερο, αφού τα ποντίκια και η μούχλα δουλεύουν ασταμάτητα».

 




Στην περιήγηση για πλιατσικολόγηση των μοναστηριών πέρασε και από την μονή του Αγίου Στεφάνου και εκεί διαπίστωσε όπως εξ άλλου και στα άλλα μοναστήρια ότι οι βιβλιοθήκη ήταν σε κρύπτη «…άνοιξε την πόρτα ενός ντουλαπιού, μετά ξεκλείδωσε μια δεύτερη πόρτα, που οδηγούσε σ έναν μυστικό θάλαμο όπου φυλάσσονταν τα βιβλία του μοναστηριού ….» εδώ οι καλόγεροι δεν του έδειξαν τα πολύτιμα βιβλία τους αλλά βιβλία χωρίς ιδιαίτερη αξία και φυσικά απογοητεύτηκε διότι το μοναστήρι δεν είχε αξιόλογες εκδόσεις, φυσικά το μοναστήρι αυτό διατηρεί μέχρι σήμερα 154 χειρόγραφα που το ένα από αυτά είναι του 11ου αιώνα, τρία του 12ου αιώνα, ένα του 13ου αιώνα, έξη του 14ου αιώνα, επτά του 15ου αιώνα κλπ είναι φανερό ότι το εξασκημένο βλέμμα του θα τα εντόπιζε αλλά οι μοναχοί ξέροντας τι κοράκια είναι αυτού του είδους οι «περιηγητές» τα φύλαγαν σε άλλες κρύπτες και έτσι έφτασαν μέχρι τις ημέρες μας.



«ΑΓΟΡΑ» ΒΙΒΛΙΩΝ



Στο Μεγάλο Μετέωρο αναφέρει την πιο κάτω θλιβερή ιστορία «αγοράς» βιβλίων:
Αφού πήγε στην βιβλιοθήκη βρήκε 2.000 περίπου βιβλία «πολύ κουρελιασμένα στην εμφάνιση» και σάρκασε «όχι αρκετά καινούργιοι (τόμοι) για να τα διαβάσουν οι καλόγεροι, ούτε αρκετά παλιοί για να τους πουλήσουν» παρ όλα αυτά βρήκε ένα διεφθαρμένο βιβλιοθηκάριο «με γκρίζα γενειάδα» που άνοιξε ένα μεγάλο κιβώτιο και εκεί υπήρχαν «δέκα ή δώδεκα χειρόγραφα με τα Ευαγγέλια, όλα του 11ου και 12ου αιώνα» εκεί ξεχώρισε δύο βιβλία και ο βιβλιοθηκάριος του επέτρεψε να πάρει τα δύο βιβλία στο δωμάτιο του ηγούμενου, «ο οποίος συμφώνησε να μου τα πουλήσει….» του μέτρησε κάποια χρήματα και ο ηγούμενος έβαλε τα χρήματα στην τσέπη του «με ολοφάνερη ικανοποίηση» ο δε λόρδος και πήρε τα βιβλία.


Μόλις όμως ετοιμαζόταν να αναχωρήσει με τα βιβλία στην τσέπη του, ο βιβλιοθηκάριος ρώτησε τον ηγούμενο για την τύχη των βιβλίων έμαθε για την πώληση και «ο παλιάνθρωπος ο βιβλιοθηκάριος ήθελε τα μισά….» ο ηγούμενος είπε ότι «δεν θα έδινε ούτε δεκάρα» στο τέλος όμως κάτω από την πίεση του βιβλιοθηκάριου «του πρόσφερε ένα μέρος της λείας» δεν του έφταναν όμως και για να εκδικηθεί τον ηγούμενο «είπε σε όλους τους μοναχούς ότι ο ηγούμενος είχε τσεπώσει τα χρήματα που είχε λάβει για κοινή χρήση, γι αυτό όλοι είχαν δικαίωμα για ίσο μερίδιο σ αυτά τα βιβλία….».


Τότε έγινε μια μεγάλη φασαρία και οι καλόγεροι χωρίστηκαν σε ομάδες «ξεσπώντας σε μια θορυβώδη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους» και οι λόγοι που προέβαλαν ήταν «αρχές δικαιοσύνης». Κάποιοι μοναχοί έκλεγαν για το κατάντημα κάποιων μοναχών, «Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μερικών εναρέτων μοναχών…», και κάποιοι αντιδρούσαν στην πώληση, ο δε λόρδος «περίμενα αδιάφορα να δω ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα».

 



Ο Robert Curzon που αντιλαμβανόταν τα πάντα και στην περιγραφή του διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τα συναισθήματα αλλά και τις κρυφές σκέψεις όλων, γράφει για την στάση του ηγουμένου, που ήταν ο πρώην Χειμάρρας και Δέλβινου Παίσιος , τα πιο κάτω:
«Ο ηγούμενος, που ήταν ένας άνθρωπος με φανερά ανώτερη δύναμη, προσπάθησε να εξηγήσει με ηρεμία. Είπε στους ανυπότακτους αδελφούς ποιο ακριβώς ήταν το ποσό για το οποίο πούλησε τα βιβλία και είπε ότι τα χρήματα δεν ήταν για ιδιωτική του χρήση αλλά προοριζόταν για το καλό όλων, όπως ακριβώς και τα κανονικά εισοδήματα του μοναστηριού, και αυτό, πρόσθεσε, γρήγορα θα αποδεικνυόταν ανεπαρκές αν συνέχιζαν να ζητούν την διαίρεση του ποσού ανάμεσα στα μέλη. Τους είπε ότι το μοναστήρι ήταν φτωχό και χρειαζόταν τα χρήματα κι ότι αυτό το μεγάλο ποσό θα ήταν πολύ χρήσιμο για μερικά απαραίτητα έξοδα…», γενικά παραδέχεται ότι η πώληση βιβλίων από τους ηγούμενους ήταν για «επισκευές κάποιου κτιρίου τους , τον εφοδιασμό του κελαριού ή για κάποιον άλλον, εξίσου σημαντικό σκοπό». Ποια όμως ήταν η σκέψη του για τον βιβλιοθηκάριο; Ο κυνικός Robert Curzon τον ονομάζει «κτηνάνθρωπο ….(που ) είχε ξυπνήσει το πνεύμα της διχόνοιας και οι ανήξεροι καλόγεροι ήταν έτοιμοι να οδηγηθούν σε επανάσταση».


Τελικά ο ηγούμενος φώναξε τον διερμηνέα του Robert Curzon και του έδωσε την δικαιολογία, ότι δεν πουλούσαν τα βιβλία, διότι δεν μπορούσαν να πουλήσουν τίποτα χωρίς την άδεια του επισκόπου Τρικάλων και του επέστρεψε τα χρήματα «προς μεγάλη μου λύπη υποχρεώθηκα να τα πάρω πίσω (τα χρήματα) και ν αφήσω τα δύο όμορφα χειρόγραφα, τα οποία ήδη φανταζόμουνα σαν τα κυριότερα στολίδια της βιβλιοθήκης μου στην Αγγλία».



Οι μοναχοί μετά την απόφαση του ηγούμενου «έδειχναν θλιμμένοι» και η παρηγοριά του Άγγλου ήταν ότι «κι αυτοί ήταν αρκετά ενοχλημένοι όσο κι εγώ». Ο γέρος βιβλιοθηκάριος πήγαινε πέρα δώθε με θλιβερή σιωπή και μετά «αποσύρθηκε σε μια τρύπα όπου ζούσε στη βιβλιοθήκη και δεν τον ξαναείδα πια». Ο Robert Curzon προσπάθησε να βρει εναλλακτικούς τρόπους παίρνοντας την έγκριση του επισκόπου αλλά πια ο ηγούμενος δεν δεχόταν αυτές τις λύσεις, έτσι αναχώρησε χωρίς τα βιβλία με την επιθυμία «να πετούσε τον βιβλιοθηκάριο στα βράχια».


 



Η αφήγηση της αποτυχημένης πώλησης χειρογράφων δείχνει ότι οι αγράμματοι μοναχοί με δυσκολία αποχωριζόντουσαν την κληρονομιά αυτών των εγγράφων και μόνο όταν οι συνθήκες ήταν αφόρητα πιεστικές για την ύπαρξη του μοναστηριού, βέβαια δείχνει και την ανθρώπινη φύση κάποιων που δεν δίσταζαν για προσωπικό τους όφελος να εκποιήσουν το οτιδήποτε. Παρά το κομπλεξισμό που βγάζουν οι διηγήσεις του Robert Curzon, την αναμφισβήτητη εξυπνάδα του, αλλά και την μεγάλη διπλωματία που χρησιμοποιούσε για να πείσει τους μοναχούς, γίνεται φανερό ότι οι αγράμματοι Έλληνες των επαναστατικών χρόνων και γνώση και φιλότιμο είχαν για το τι αντιπροσώπευαν τα κείμενα που δεν μπορούσαν να διαβάσουν αλλά αποτελούσαν μέρος της ύπαρξης αυτού του λαού.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

- ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΕΩΡΩΝ του Robert Curzon εκδόσεις ΒΗΜΑ περιηγήσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

Στο βιβλίο της της Ιζαμπέλλας Παλάσκα αναφέρεται μια άγνωστη και εκπληκτική εξιστόρηση προσπάθειας του Θ Πάγκαλου να δει τον Μουσολίνι, ο ο...