ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Ανέβασμα επισκέπτη με δίχτυ σε μοναστήρι στα Μετέωρα.
Στην περιήγηση του R Curzon το 1834 στα Μετέωρα (που
έγινε για να κλαπούν κάποια πολύτιμα βιβλία έναντι ευτελούς αμοιβής),
αναφέρεται και ο τρόπος ανόδου και καθόδου στους βράχους με δίχτυ.
«… όμως τελικά έριξε κάτω ένα λεπτό σχοινί, στο
οποίο έδεσα μια συστατική επιστολή, που είχα φέρει από την Κέρκυρα και μετά από
λίγη καθυστέρηση ένα πολύ μεγάλο σχοινί κατέβαινε μ ένα γάντζο στην άκρη, στον οποίο ήταν στερεωμένο ένα
δυνατό δίχτυ. Μόλις το δίχτυ έφτασε στον βράχο όπου βρισκόμασταν, απλώθηκε.
Οι δύο μου υπηρέτες καθόταν πάνω σ αυτό, και αφού οι
τέσσερις γωνιές του πιάστηκαν στον γάντζο, δόθηκε ένα σήμα και άρχισαν αργά να
ανεβαίνουμε στον αέρα γυρίζοντας γύρω γύρω σαν το αρνίσιο μπούτι που κρέμεται
στο τσιγκέλι. Το σκοινί ήταν παλιό και με κόμπους, και το ύψος από το έδαφος ως
την πόρτα πάνω μας ήταν, όπως μάθαμε αργότερα 37 οργιές ή 222 πόδια (δηλαδή 74 μέτρα, ο βράχος ου
Βαρλαάμ έχει ύψος 373 μέτρα, το 1923 κατασκευάστηκε λαξευμένη σκάλα με 195
σκαλοπάτια).
Όταν έφτασαν στην κορυφή είδα δύο σωματώδεις
καλόγερους να βγάζουν τα χέρια τους έξω από την πόρτα και να τραβάνε μέσα τους
δύο υπηρέτες με μεγάλη δύναμη, καθώς δεν υπήρχε κανένα μηχάνημα εν είδει
γερανού για να τους φέρει πιο κοντά στο σημείο πρόσβασης.
Η όλη
διαδικασία φαινόταν τόσο επικίνδυνη, που
αποφάσισα ν ανέβω σκαρφαλώνοντας μια σειρά από σκάλες, που
υποβασταζόντανε από μεγάλα ξύλινα στηρίγματα στην πρόσοψη του γκρεμού και
έφταναν στην κορυφή του βράχου από την άλλη πλευρά στρίβοντας δεξιά ( Στη
μονή Βαρλαάμ χρησιμοποιούσαν διαδοχικά τέσσερεις με 25 βαθμίδες η κάθε
μία).
Η χαμηλότερη σκάλα τελείωνε σ ένα μονοπάτι που οδηγούσε σ ένα ετοιμόροπο
ξύλινο γεφυράκι, το οποίο κρεμόταν πάνω από ένα βαθύ γκρεμό.
Από αυτό το σημείο οι σκάλες κρεμόταν κάθετα πάνω
από τον γυμνό βράχο, και σκαρφάλωσα τρεις ή τέσσερις απ αυτές πολύ γρήγορα.
Αλλά φτάνοντας σ ένα σκαλοπάτι, του οποίου η άκρη αποσυνδέθηκε από την κορυφή
του άλλου από κάτω, είχα κάποια δυσκολία να συνεχίσω, τότε δυστυχώς κοίταξα
κάτω και ανακάλυψα ότι είχα κάνει ένα είδος γωνίας στον γκρεμό και δεν ήμουν
πια πάνω από το πέτρινο ίσιωμα στο οποίο
είχα αφήσει τα άλογα, αλλά ότι ο γκρεμός απλωνόταν κάτω σε τόσο τρομερό βάθος,
που γύρισα αμέσως το κεφάλι όταν είδα το έδαφος επάνω από το οποίο κρεμόμουν
στον αέρα σαν μύγα στον τοίχο.
Οι καλόγεροι στο μοναστήρι με είδαν να διστάζω και
μου φώναζαν να πάρω κουράγιο και να κρατηθώ, και να κάνω μια προσπάθεια,
ξεπέρασα την ζαλάδα μου και έφτασα σε μια μικρή σιδερένια πόρτα, μέσα από την
οποία σύρθηκα στην αυλή του μοναστηριού, όπου με κολωσόρισαν οι καλόγεροι και
οι δύο υπηρέτες που είχαν τραβηχτεί με το σχοινί. Η υπόλοιπη παρέα μου δεν
έγινε δεκτή, όμως βρήκαν κατάλυμα στα ριζά των βράχων, σε ένα ασφαλές μέρος και
ικανοποιήθηκαν πλήρως με τον καφέ και τα εφόδια που τους κατεβάσαμε».
Ο R Curzon
τους εργάτες - καλόγηρους τους είδε στην συνέχεια και μας περιγράφει πως γινόταν η μεταφορά με
δίχτυ από το δωματιάκι που ήταν το βαρούλκο, προς τα κάτω.
« … Δέκα ή δώδεκα απ αυτούς μπήκαν στην σειρά, το
δίχτυ απλώθηκε πάνω στο πάτωμα και αφού κάθισα επάνω του σταυροπόδι, οι
τέσσερις γωνιές του μαζεύτηκαν πάνω απ το κεφάλι μου και προσαρμόστηκαν στον
γάντζο στην άκρη του σχοινιού. Καθώς όλα ήταν έτοιμα, οι άρχισαν να γυρνοβολάνε
στον εργάτη, με αποτέλεσμα να με σηκώσουν απ το πάτωμα και να με βγάλουν έξω,
πάνω απ το κενό, με τόση ορμή που με κούνησαν μπρος πίσω μ ένα τρομακτικό ρυθμό
, όταν σταμάτησε κα τά κάποιο τρόπο η ταλάντωση , ο ηγούμενος κι ένας άλλος
καλόγερος, σκύβοντας έξω, με σταθεροποίησαν με τα χέρια τους και κε κατέβασαν
αργά και απαλά στο έδαφος.
Όταν απελευθερώθηκε το δίχτυ με την βοήθεια των
φίλων μου, των ληστών κάτω, κάθισα σε
μια πέτρα και περίμενα, ενώ το σχοινί έφερε κάτω πρώτα τους υπηρέτες μου κι
έπειτα τις αποσκευές….».
Με παρόμοιο τρόπο έγινε και η άνοδος και η κάθοδος
σε άλλο μοναστήρι, μάλιστα σε μια τέτοια κάθοδο οι συνοδοί του όταν τον είδαν
να φτάνει στο έδαφος με το δίχτυ
«…θέλοντας να
δείξουν την χαρά τους για την εμφάνισή του, πυροβόλησαν με μια τουφεκιά πάνω
στα γόνατα, χωρίς την παραμικρή προσοχή για την κατεύθυνση των κανών, οι οποίες
ήταν όλες γεμάτες με φυσίγγια, οι σφαίρες βρήκαν στον βράχο δίπλα μου και μέσα
στους καπνούς έπεσα στα χέρια των αγαπημένων μου κλεφτών, οι οποίοι με έλυσαν
από το δίχτυ με πολύ ασυνήθιστες κραυγές καλοσωρίσματος».
Αλλά και ο γιατρός Χόλλαντ περιέγραψε με επιστολή του στον Πουκεβίλ την ανάβαση με τα δίχτυ :
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΕΩΡΩΝ του R Curzon εκδόσεις ΒΗΜΑ περιηγήσεις
ΠΟΥΚΕΒΙΛ, Ταξίδι στην Ελλάδα. Μακεδονία – Θεσσαλία (1820)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου